Τι είναι η διαμεσολάβηση;
Η διαμεσολάβηση είναι μία διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης ιδιωτικών διαφορών κατά την οποία ένα ουδέτερο τρίτο πρόσωπο – ο διαμεσολαβητής – βοηθάει τα πρόσωπα που βρίσκονται σε αντιδικία να διαπραγματευτούν για να καταλήξουν σε μία βιώσιμη και αμοιβαία ικανοποιητική διευθέτηση της διαφοράς τους.
Ο διαμεσολαβητής διευκολύνει την επικοινωνία, προωθεί την κατανόηση, βοηθάει τα μέρη να αναγνωρίσουν τις ανάγκες και τα συμφέροντά τους και χρησιμοποιεί αποτελεσματικές τεχνικές επίλυσης διαφορών με στόχο να καταλήξουν τα μέρη στη δική τους συμφωνία. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαμεσολάβησης τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να περιγράψουν τα ζητήματα που τα απασχολούν, αλλά και τα συναισθήματά τους, να ανταλλάξουν πληροφορίες και να εξετάσουν ιδέες για την επίλυση της διαφοράς.
Παρόλο που σε ορισμένες περιπτώσεις ο νόμος καθιερώνει την υποχρεωτική διαμεσολάβηση, η διαδικασία παραμένει εκούσια, αφού τα μέρη δεν υποχρεούνται να καταλήξουν σε συμφωνία. Ο διαμεσολαβητής δεν έχει την εξουσία να πάρει απόφαση για τα μέρη, αλλά μπορεί να τα βοηθήσει να βρουν μια λύση που είναι κοινά αποδεκτή. Οι μόνοι που μπορούν να επιλύσουν τη διαφορά στη διαμεσολάβηση είναι τα ίδια τα μέρη.
Η διαμεσολάβηση είναι εμπιστευτική διαδικασία στην οποία οτιδήποτε συζητείται ή αποφασίζεται κατ’ ιδίαν δεν αποκαλύπτεται χωρίς τη συναίνεση όλων των μερών. Στις περιπτώσεις που η διαμεσολάβηση λαμβάνει χώρα για την αποφυγή ή επίλυση διαφοράς και, εφόσον δεν καταλήξει σε συμφωνία, τα μέρη μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων.