Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή, λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας είναι η άρση της πιο πάνω παράλειψης, με την εκ των υστέρων καταβολή του ως άνω τέλους κατά την άσκηση της έφεσης. Η καταβολή του δικαστικού ενσήμου πρέπει να δηλώνεται στο δικόγραφο της έφεσης και δεν αρκεί η απλή μνεία στο εφετήριο της πρόθεσης του εκκαλούντος να καταβάλει το μη καταβληθέν τέλος μέχρι ή κατά την συζήτηση του ενδίκου μέσου και η μεταγενέστερη, συνακόλουθα, επίκληση της καταβολής αυτού με τις προτάσεις του εκκαλούντος. Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ως κανόνας ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση του οποίου ιδρύει λόγο αναίρεσης της απόφασης, νοείται εκείνος ο οποίος περιέχει αφηρημένους κανόνες εξ αντικειμένου δικαίου από τους οποίους επέρχονται έννομες συνέπειες αν συντρέξουν ορισμένες προϋποθέσεις. Τέτοιο όμως κανόνα δεν περιέχει η διάταξη του άρθρου 2 του Ν. ΓΠΟΗ/1912 «περί δικαστικού ενσήμου».
[Πηγή: https://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/nomologia-latest.html]